Καίν' — Καινά , Καινόν neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίν' — καινί , καινίς knife fem voc sg καινά , καινός new neut nom/voc/acc pl καινά̱ , καινός new fem nom/voc/acc dual καινά̱ , καινός new fem nom/voc sg (doric aeolic) καινέ , καινός new masc voc sg καιναί , καινός new fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καϊνίτες — Μέλη θρησκευτικής αίρεσης του 2ου και του 3ου αι. μ.Χ. Τιμούσαν τον Κάιν και όλους όσοι θεωρούνταν ασεβείς στην Παλαιά Διαθήκη καθώς επίσης τον Ιούδα τον Ισκαριώτη της Καινής Διαθήκης. Οι Κ. πίστευαν ότι ο Κάιν ήταν η προσωποποίηση της σοφίας και … Dictionary of Greek
Каин — (древнеевр. Qayin, греч. Κάϊν, Καϊν, лат. Cain) первый сын Адама и Евы, брат Авеля. Согласно Книге Бытия (Быт 4, 1), К. был земледельцем, чью жертву Бог отверг, приняв при этом жертву его брата, пастуха Авеля. Разгневавшись, К. убил Авеля, а на… … Католическая энциклопедия
Τρεντακόστε, Ντομένικο — (Trentacoste, Παλέρμο 1859 – Φλωρεντία 1933). Ιταλός γλύπτης. Το 1878 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Ρώμη, αλλά για ορισμένο χρονικό διάστημα έμεινε στο Παρίσι. Έξοχος δημιουργός πορτρέτων, καταπιάστηκε κυρίως με θέματα από τη μυθολογία, τα οποία… … Dictionary of Greek
Xylina Spathia — Infobox musical artist | Name = Xylina Spathia Landscape = no Img capt = Giati o dromos einai alithia, hilia ki ena paramythia, einai to spiti mas, den ehei telos ... Background = group or band Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre … Wikipedia
КАИН — и Авель (Каин, евр. qajin, от арамейского и арабского корня qjn, «ковать», греческое Κάιν; Авель, евр. hebel, этимология неясна; греч. Άβελ), согласно ветхозаветному преданию (Быт. 4, 1 17), сыновья первой человеческой пары Адама и Евы: «И… … Энциклопедия мифологии
Каин — (др. евр. קין) Пол: Мужской Толкование имени: «Создавать» Занятие: Земледелие, Градостроительство Отец: 1) Адам, или 2) Самаэль, или 3) лукавый (дьявол) М … Википедия
INTEGER Bos — in holocaustum offerri iubetur, Lev. c. 1. v. 3. si holocauslum erit oblatio eius e bobus maris integri offerto illam; ad portam tentorii concentûs offerto illam: etc. vide quoque Liv. c. 22. v. 23 et Num. c. 29. v. 8. ubi de sacrificiorum… … Hofmann J. Lexicon universale
Μαθουσάλας — (εβρ. Μαθουσαέλ). Όνομα δύο βιβλικών προσώπων. 1. Ο τέταρτος απόγονος του Κάιν και πατέρας του Λάμεχ. 2. Πατριάρχης που έμεινε παροιμιώδης για τη μακροζωία του. Σύμφωνα με την αφήγηση της Βίβλου –στην οποία, άλλωστε, οι αριθμοί έχουν συχνά… … Dictionary of Greek